γεννοφάσκια

γεννοφάσκια
τα пелёнки;

§ απ' τα γεννοφάσκια του — с пелёнок, с рождения


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γεννοφάσκια" в других словарях:

  • γεννοφάσκια — τα 1. οι φασκιές, τα πρώτα σπάργανα τού βρέφους 2. φρ. «από τα γεννοφάσκια του» από πολύ μικρή ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέννα + φασκιά] …   Dictionary of Greek

  • γεννοφάσκια — τα τα σπάργανα, οι φασκιές του βρέφους: Είναι γκρινιάρα από τα γεννοφάσκια της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γέννα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 47 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Απέχει περίπου 31 χλμ. από το Ηράκλειο. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Βαρβάρας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 430 μ., 38… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»